- περιστερίτης
- ο, Ν(ορυκτολ.) ιριδίζον ορυκτό τών αστρίων που αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, ανήκει στη σειρά τών πλαγιοκλάστων και η ονομασία του αναφέρεται στην ομοιότητα που έχουν τα ωραιότερα δείγματα του, όπως τού Οντάριο και τού Κεμπέκ, με τα ιριδίζοντα φτερά τού λαιμού τών περιστεριών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peristerite < περιστέρι + κατάλ. -ίτης].
Dictionary of Greek. 2013.